εὐώψ: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐώψ:''' εὐῶπος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[красивый на вид]], [[прекрасный]] ([[παρειά]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[желанный]], [[радующий]]: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.
|elrutext='''εὐώψ:''' εὐῶπος adj.<br /><b class="num">1</b> [[красивый на вид]], [[прекрасный]] ([[παρειά]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[желанный]], [[радующий]]: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώψ Medium diacritics: εὐώψ Low diacritics: ευώψ Capitals: ΕΥΩΨ
Transliteration A: euṓps Transliteration B: euōps Transliteration C: evops Beta Code: eu)w/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.

French (Bailly abrégé)

εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

εὐώψ: εὐῶπος adj.
1 красивый на вид, прекрасный (παρειά Soph.);
2 желанный, радующий: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.

Greek Monolingual

εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].

Greek Monotonic

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐ-ώψ, ῶπος, [ὤψ]
fair to look on, Soph.