Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звать]], [[вызывать]] (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[звать обратно]] (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[призывать]] (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
|elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[звать]], [[вызывать]] (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[звать обратно]] (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[призывать]] (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακᾰλέω Medium diacritics: κατακαλέω Low diacritics: κατακαλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: katakaléō Transliteration B: katakaleō Transliteration C: katakaleo Beta Code: katakale/w

English (LSJ)

A call down, Plu.Oth.18; but usually summon, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24; δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38:—Med., κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.). II call upon, invoke, τοὺς θεούς App.Pun. 81; κατακαλέσασθαι v.l. Isoc.10.61, cf. Plu.Them.13. 2 appeal to, τοὺς ἐπιδώσοντας SIG591.3 (Lampsacus, ii B.C.). III call back, recall, εἰς τὴν Μακεδονίαν Plb.25.3.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.34.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 appeler, convoquer, acc.;
2 rappeler (d'exil, etc.) acc.;
Moy. κατακαλέομαι, κατακαλοῦμαι;
1 appeler, mander;
2 invoquer.
Étymologie: κατά, καλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).

Russian (Dvoretsky)

κατακᾰλέω:
1 звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе (Ἀθήναζε Plut.);
2 звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);
3 призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).

Greek Monotonic

κατακᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῷ κάτω, προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.

Middle Liddell

fut. έσω
to call down, summon, invite, Thuc.:—Mid., Plut.