κνυζάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1)</b> (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о детях), [[взвизгивать]], [[вскрикивать]], (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1</b> (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2</b> (о детях), [[взвизгивать]], [[вскрикивать]], (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Russian (Dvoretsky)

κνυζάομαι: и κνυζέομαι (дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)
1 (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);
2 (о детях), взвизгивать, вскрикивать, (ἐν ὕπνῳ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

κνυζάομαι: καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― κυρίως ἐπὶ κυνός, φθέγγομαι γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, ὅταν προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― κνυζάομαι φαίνεται ὅτι εἶναιτύπος, ὃν ἀπαιτεῖ ἡ ἀναλογία, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, μυκάομαι, ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον κνύζομαι μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ οὗτος καὶ ἐν Ἀντιγράφ., οἷον Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 ὡσαύτως κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 64, Σουΐδ.

Greek Monotonic

κνυζάομαι: και -έομαι, αποθ. (κνῦ), κυρίως λέγεται για σκύλο, κλαψουρίζω, ουρλιάζω, βγάζω λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.

Middle Liddell

κνυζάομαι, [κνῦ]
Dep. properly of a dog, to whine, whimper, Soph., Ar.