τιμώρημα: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῑμώρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τῑμώρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[защита]], [[заступничество]], [[помощь]] (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);<br /><b class="num">2</b> [[отмщение]], [[месть]] (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[наказание]], [[кара]] (τινι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:55, 25 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A act of vengeance, τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a. 2 penalty, διπλᾶ . . ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.Lg.866b, cf. R.363e. II aid, succour, τὰ Μενέλεω τιμωρήματα succour given to him, Hdt.7.169 (Μενέλεῳ Wesseling).
German (Pape)
[Seite 1116] τό, 1) Hülfe, Beistand, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, Strafe, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 secours, protection, défense;
2 châtiment;
3 vengeance.
Étymologie: τιμωρέω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμώρημα: ατος τό
1 защита, заступничество, помощь (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);
2 отмщение, месть (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);
3 наказание, кара (τινι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τῑμώρημα: τό, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, μετὰ δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, βοήθεια δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. πρᾶξις ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, ἐκδίκησις ἣν λαμβάνει τις παρά τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) ποινή, τιμωρία, διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.
Greek Monolingual
τὸ, Α τιμωρῶ
1. βοήθεια, συνδρομή
2. πράξη εκδίκησης
3. ποινή, τιμωρία.
Greek Monotonic
τῑμώρημα: -ατος, τό,
I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, με δοτ., σε Ηρόδ.
II. πράξη εκδίκησης· ποινή, τιμωρία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τῑμώρημα, ατος, τό, [from τιμωρέω
I. help, aid, succour given, c. dat., Hdt.
II. an act of vengeance: a penalty, Plat.