помощь
From LSJ
Russian > Greek
ὑποδοχή, σύλληψις, τιμωρία, τιμωρίη, τιμώρημα, ἄρκεσις, ἐπανόρθωσις, ἀνόρθωσις, ἀλκή, ἀλκά, ἐπιβοήθεια, ὑπουργέω, ὄφελος, ὠφέλησις, ὠφέλημα, ὄνειαρ, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπικουρία, ἐπικουρίη, βοήθημα, ἐπωφέλημα, παραβοήθεια, προσωφέλημα, ὠφέλεια, ὠφελία, ὠφελίη, βοήθεια, ἐπωφέλεια, ἄρος, ἐπάρκεια, ἄρηξις, συναγώνισμα, ἐπαρωγή, ἀρηγοσύνη, προσωφέλησις, ὀνίνημι, προϋπαρχή, συνέργημα, σύμβλησις, σύμπραξις, συνεργία, ἀλεωρά, ἀλεωρή, ὑπουργία, ὑπούργημα, ὑπηρέτημα, μερίς, ἀντίληψις, προσθήκη