φαάντατος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φαάντᾰτος:''' [superl. к [[φαεινός]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φαάντᾰτος:''' [superl. к [[φαεινός]]<br /><b class="num">1</b> [[ярчайший]] ([[ἀστήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[светлейший]], [[пресветлый]] ([[βασιλεύς]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φαάντατος]], η, ον [epic sup. of [[φαεινός]]<br />brightest, Od. | |mdlsjtxt=[[φαάντατος]], η, ον [epic sup. of [[φαεινός]]<br />brightest, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 25 November 2022
English (LSJ)
η, ον, Epic Sup. of φαεινός, brightest, ἀστήρ Od. 13.93.
German (Pape)
[Seite 1249] unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très brillant, le plus brillant.
Étymologie: Sp. d'un adj. inus. de φαίνω.
English (Autenrieth)
sup. (root φαϝ): most brilliant, Od. 13.93†.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
(επικ. τ.) (υπερθ. του φαεινός) φωτεινότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. φαF-εν παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- του φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].
Russian (Dvoretsky)
φαάντᾰτος: [superl. к φαεινός
1 ярчайший (ἀστήρ Hom.);
2 перен. светлейший, пресветлый (βασιλεύς Anth.).