ὀμβρέω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀμβρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;<br /><b class="num">2)</b> [[орошать]], [[мочить]] (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).
|elrutext='''ὀμβρέω:'''<br /><b class="num">1</b> (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;<br /><b class="num">2</b> [[орошать]], [[мочить]] (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβρέω Medium diacritics: ὀμβρέω Low diacritics: ομβρέω Capitals: ΟΜΒΡΕΩ
Transliteration A: ombréō Transliteration B: ombreō Transliteration C: omvreo Beta Code: o)mbre/w

English (LSJ)

A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op.415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79. II trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. Nonn.D.2.33. 2 bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP7.340. 3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 329] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. intr. pleuvoir;
II. tr. 1 laisser couler, faire couler;
2 mouiller, humecter.
Étymologie: ὄμβρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβρέω:
1 (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;
2 орошать, мочить (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρέω: βρέχω, Ζεὺς ὀμβρεῖ (ὡς τὸ Ζεὺς ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, ὅταν μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) δροσίζω, ὑγραίνω, τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.

Greek Monotonic

ὀμβρέω: μέλ. -ήσω (ὄμβρος),·
I. βρέχω, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.
II. μτβ., δροσίζω, υγραίνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀμβρέω, fut. -ήσω ὄμβρος
I. to rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when Zeus sends the autumn rains, Hes.
II. trans. to bedew, Anth.