ὀκτάπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀκτάπους:''' 2, gen. ποδος (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[восьмифутовый]] Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> восьминогий, т. е. (у скифов) владеющий парой волов Luc.
|elrutext='''ὀκτάπους:''' 2, gen. ποδος (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[восьмифутовый]] Batr., Anth.;<br /><b class="num">2</b> восьминогий, т. е. (у скифов) владеющий парой волов Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάπους Medium diacritics: ὀκτάπους Low diacritics: οκτάπους Capitals: ΟΚΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: oktápous Transliteration B: oktapous Transliteration C: oktapous Beta Code: o)kta/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A eight-footed, καρκίνοι Batr.298; πάγουρος AP6.196 (Stat.Flacc.). II Subst., ὀκτάπους, ὁ, Octopus vulgaris, Alex.Trall.7.1. 2 Scythian name for one who possessed two oxen and a cart, Luc.Scyth. 1.

German (Pape)

[Seite 317] ποδος, achtfüßig, acht Fuß lang; nach Luc. Scyth. 1 hieß so bei den Scythen, wer ein Joch, zwei Ochsen besaß.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὀκτάποδος
qui possède un attelage à huit pieds, càd une paire de bœufs.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ)
1 восьмифутовый Batr., Anth.;
2 восьминогий, т. е. (у скифов) владеющий парой волов Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ὀκτὼ πόδας, Βατραχομ. 310, Ἀνθ. Π. 6. 196· ― ὁ δύο βοῶν καὶ μιᾶς ἁμάξης δεσπότης παρὰ Σκύθαις, Λουκ. Σκύθ. Ι.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεά-πους].

Greek Monotonic

ὀκτάπους: [ᾰ], ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει οκτώ πόδια, σε Βατραχομ., Ανθ.

Middle Liddell

ὀκτά-˘πους,
eight-footed, Batr., Anth.