ὕπομβρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕπομβρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несколько дождливый]], [[сырой]] ([[θέρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[дождевой]] (νεφέλαι Plut.).
|elrutext='''ὕπομβρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[несколько дождливый]], [[сырой]] ([[θέρος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[дождевой]] (νεφέλαι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:51, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπομβρος Medium diacritics: ὕπομβρος Low diacritics: ύπομβρος Capitals: ΥΠΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: hýpombros Transliteration B: hypombros Transliteration C: ypomvros Beta Code: u(/pombros

English (LSJ)

ον, A mixed with rain, θέρος ὕ. a rainy summer, Plu.Cam. 3 (as v.l. for ἔπομβρον) ; ἔαρ Gp.1.12.21; νύξ EM450.49; γῆ Philostr. Im.1.9, cf. Ph.Bel.82.28, 97.27; impregnated, ἀσφάλτῳ Philostr.VA 1.24. II ὕπομβρον ὀστέον Hp. ap. Erot., who explains it as ὑπόνομον καὶ κάθυγρον γεγονός, and ap.Gal.19.149, who says ὕφυγρον, ὑπόπυον, where the reference is to Hp.VC15; μόλις ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθὲν τὸ ἱερεῖον apparently drenched, as t.t. in divination, Plu.2.438a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu pluvieux ou humide.
Étymologie: ὑπό, ὄμβρος.

Russian (Dvoretsky)

ὕπομβρος:
1 несколько дождливый, сырой (θέρος Plut.);
2 дождевой (νεφέλαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕπομβρος: -ον, βροχερός πως, θέρος ὕπ., βροχερὸν θέρος, Πλουτ. Κάμιλλ. 3 (Schäf ἔπομβρον), πρβλ. 3. 438Α· τὸ ἔαρ ὕπομβρον Γεωπ. 1. 12, 21· νὺξ ὕπομβρος Ἐτυμ. Μ. σ. 450, 49· ὕπομβρος δὲ ἀσφάλτῳ ἡ χώρα Φιλόστρ. 30. ΙΙ. ὕφυγρος, Γαλην. Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ. σ. 584.

Greek Monotonic

ὕπομβρος: -ον, αναμεμιγμένος με βροχή, κάπως βροχερός, θέροςὕπομβρον, βροχερό καλοκαίρι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὕπ-ομβρος, ον,
mixed with rain, θέρος ὑπ. a rainy summer, Plut.

German (Pape)

mit Regen untermischt, durchnäßt, Hippocr., θέρος, regniger Sommer, Plut. Cam. 3, νεφέλη, Regenwolke; ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθέν def. Or. 51.