ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ «[[перепелиная матка]]»<br /><b class="num">1)</b> предполож. коростель - Rallus crex Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[эпитет богини Лето]] Arph.
|elrutext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ «[[перепелиная матка]]»<br /><b class="num">1</b> предполож. коростель - Rallus crex Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[эпитет богини Лето]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγομήτρα Medium diacritics: ὀρτυγομήτρα Low diacritics: ορτυγομήτρα Capitals: ΟΡΤΥΓΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: ortygomḗtra Transliteration B: ortygomētra Transliteration C: ortygomitra Beta Code: o)rtugomh/tra

English (LSJ)

ἡ, a bird which migrates with quails, perhaps corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ «перепелиная матка»
1 предполож. коростель - Rallus crex Arst.;
2 эпитет богини Лето Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.

Greek Monolingual

η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.

Greek Monotonic

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια Rallus crex, που κωμικά λέγεται για τη Λητώ, η μητέρα από την Ορτυγία (πρβλ. Ὀρτυγία), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρτῠγο-μήτρα, ἡ,
a bird which migrates with the quails, perhaps the land-rail, ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.