πύραυνος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyravnos | |Transliteration C=pyravnos | ||
|Beta Code=pu/raunos | |Beta Code=pu/raunos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ὁ, ([[αὔω]] (A))<br><span class="bld">A</span> [[pan of coals]], Poll.6.88: neut.sg. [[πύραυνον]] Id.10.104.<br><span class="bld">II</span> = [[ὁ πῦρ ἐναυόμενος]], Phot., Eust.1547.64.—Name of plays by Alexis and others. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πύραινος]] Α<br />μεταλλικό ή και πήλινο φορητό [[αγγείο]] ανοιχτό [[προς]] τα [[επάνω]] στο οποίο ανάβεται [[φωτιά]] [[είτε]] για [[θέρμανση]], όπως [[είναι]] το [[μαγκάλι]], [[είτε]] για [[ετοιμασία]] φαγητού, όπως [[είναι]] η [[φουφού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πύραυνος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]», σχηματισμένο πιθ. [[κατά]] το [[βαῦνος]] «[[κλίβανος]], [[κάμινος]]»]. | |mltxt=ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πύραινος]] Α<br />μεταλλικό ή και πήλινο φορητό [[αγγείο]] ανοιχτό [[προς]] τα [[επάνω]] στο οποίο ανάβεται [[φωτιά]] [[είτε]] για [[θέρμανση]], όπως [[είναι]] το [[μαγκάλι]], [[είτε]] για [[ετοιμασία]] φαγητού, όπως [[είναι]] η [[φουφού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πύραυνος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]», σχηματισμένο πιθ. [[κατά]] το [[βαῦνος]] «[[κλίβανος]], [[κάμινος]]»]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[brasero de carbones]] λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα <b class="b3">toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo</b> P XXIIa 6 | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>die [[Kohlenpfanne]]</i>, Poll. 6.89. Cf. [[πύραυνον]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[brazier]]=== | |||
Arabic: مَجْمَرَة, مِنْقَل; Egyptian Arabic: مجمرة, شورية; Moroccan Arabic: مجمر; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: [[kolenbekken]], [[vuurbekken]], [[stoof]], [[komfoor]]; French: [[brasier]]; Galician: braseiro; German: [[Feuerschale]]; Greek: [[πύραυνος]], [[φουφού]], [[μαγκάλι]]; Ancient Greek: [[αἴθρανος]], [[ἀνδράχλη]], [[ἀνθράκιον]], [[ἄρουλα]], [[βαῦνος]], [[ἔμπυρον]], [[ἐσχάρα]], [[ἐσχάρη]], [[ἐσχάριον]], [[ἐσχαρίς]], [[θέρμαυστρον]], [[θέρμαυστρος]], [[περίπυρον]], [[πύραυνος]], [[πύραυνον]], [[πυρεῖον]]; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: [[braciere]]; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: [[vatillum]], [[foculus]]; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: [[braseiro]]; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: [[жаровня]], [[мангал]]; Spanish: [[brasero]]; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی; Walloon: tocoe | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 28 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (αὔω (A))
A pan of coals, Poll.6.88: neut.sg. πύραυνον Id.10.104.
II = ὁ πῦρ ἐναυόμενος, Phot., Eust.1547.64.—Name of plays by Alexis and others.
Greek (Liddell-Scott)
πύραυνος: ὁ, (αὔω) ἀγγεῖον ἔχον ἐμπύρους ἄνθρακας, βαῦνος, «μαγκάλι», Πολυδ. Ϛ΄, 88., Ι΄, 104.
ΙΙ. ὁ ἀνάπτων πῦρ, Φώτ., Εὐστ. - Ὄνομα κωμῳδιῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλέξιδος καὶ ἄλλων, Meineke Κωμικ. 1. 394.
Spanish
Greek Monolingual
ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α
μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού
αρχ.
1. αυτός που παίρνει φωτιά
2. ως κύριο όν. Πύραυνος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά», σχηματισμένο πιθ. κατά το βαῦνος «κλίβανος, κάμινος»].
Léxico de magia
ὁ brasero de carbones λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo P XXIIa 6
German (Pape)
ὁ, die Kohlenpfanne, Poll. 6.89. Cf. πύραυνον.
Translations
brazier
Arabic: مَجْمَرَة, مِنْقَل; Egyptian Arabic: مجمرة, شورية; Moroccan Arabic: مجمر; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: kolenbekken, vuurbekken, stoof, komfoor; French: brasier; Galician: braseiro; German: Feuerschale; Greek: πύραυνος, φουφού, μαγκάλι; Ancient Greek: αἴθρανος, ἀνδράχλη, ἀνθράκιον, ἄρουλα, βαῦνος, ἔμπυρον, ἐσχάρα, ἐσχάρη, ἐσχάριον, ἐσχαρίς, θέρμαυστρον, θέρμαυστρος, περίπυρον, πύραυνος, πύραυνον, πυρεῖον; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: braciere; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: vatillum, foculus; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: braseiro; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: жаровня, мангал; Spanish: brasero; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی; Walloon: tocoe