πολύεργος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très laborieux, très diligent;<br /><b>2</b> qui donne beaucoup de peine.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔργον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[très laborieux]], [[très diligent]];<br /><b>2</b> qui donne beaucoup de peine.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:20, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύεργος Medium diacritics: πολύεργος Low diacritics: πολύεργος Capitals: ΠΟΛΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: polýergos Transliteration B: polyergos Transliteration C: polyergos Beta Code: polu/ergos

English (LSJ)

ον, A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perhaps f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27. II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύεργος -ον [πολύς, ἔργον] zeer arbeidzaam.

Russian (Dvoretsky)

πολύεργος: Theocr. = πολυεργής.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].

Greek Monotonic

πολύεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που εργάζεται πολύ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.

Middle Liddell

πολύ-εργος, ον, [*ἔργω
much-working, Theocr., Anth.