σιδηροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit du fer;<br /><b>2</b> fait de fer;<br /><b>3</b> qui porte <i>ou</i> tient du fer, <i>càd</i> des armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[φορέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui produit du fer]];<br /><b>2</b> [[fait de fer]];<br /><b>3</b> qui porte <i>ou</i> tient du fer, <i>càd</i> des armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[φορέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:00, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροφόρος Medium diacritics: σιδηροφόρος Low diacritics: σιδηροφόρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sidērophóros Transliteration B: sidērophoros Transliteration C: sidiroforos Beta Code: sidhrofo/ros

English (LSJ)

ον, A producing iron, γαῖα σ., of the Chalybes, A.R.2.141, cf. 1005. II bearing arms or tools, Nonn.D. 46.2, AP8.203.

German (Pape)

[Seite 880] 1) Eisen tragend, hervorbringend, γαίη, Ap. Rh. 2, 141. 1005. – 2) eiserne Waffen tragend, mit Eisen bewaffnet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit du fer;
2 fait de fer;
3 qui porte ou tient du fer, càd des armes, armé.
Étymologie: σίδηρος, φορέω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροφόρος: несущий оружие, вооруженный (χείρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροφόρος: -ον, ὁ παράγων σίδηρον, γαῖα σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που φέρει όπλα, οπλοφόρος
νεοελλ.
αυτός που περιέχει σίδηρο
μσν.-αρχ.
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδερένιος
2. αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φόρος].

Greek Monotonic

σῐδηροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, πάνοπλος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-φόρος, ον, φέρω
bearing arms or tools, Anth.