μαγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ζυμωτής). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ζυμωτής]]). Ἀπό τό [[μάσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Knetende]], [[Backende]], Vetera Lexica</i> – <i>Der [[Abwischende]]</i>, τὸν μαγῆα σπόγγον, [[Aristo]] 1 (VI.306).
|ptext=ὁ, <i>der [[Knetende]], [[Backende]], Vetera Lexica</i> – <i>Der [[Abwischende]]</i>, τὸν μαγῆα σπόγγον, [[Aristo]] 1 (VI.306).
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγεύς Medium diacritics: μαγεύς Low diacritics: μαγεύς Capitals: ΜΑΓΕΥΣ
Transliteration A: mageús Transliteration B: mageus Transliteration C: mageys Beta Code: mageu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (μάσσω) A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες). II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγεύς: έως adj. m стирающий, вытирающий (σπόγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.

Greek Monolingual

μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].

Greek Monotonic

μᾰγεύς: -έως, ὁ (μάσσω), αυτός που ζυμώνει ψωμί, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰγεύς, έως, μάσσω
one who wipes, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ζυμωτής). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ὁ, der Knetende, Backende, Vetera LexicaDer Abwischende, τὸν μαγῆα σπόγγον, Aristo 1 (VI.306).