νήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[νήχομαι]] και σπαν. το ενεργ. [[νήχω]] και δωρ. τ. [[νάχω]])<br />[[κολυμπώ]], [[πλέω]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά νηχόμενα</i><br />τα ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήχω]] εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ψήχω]], [[τρύχω]], [[σμήχω]]), που δηλώνει εμφατικά το [[τέλος]] της πράξης εκφράζοντας [[έτσι]] το [[ποιόν]] ενέργειας του ρ. <i>νέω</i> «[[κολυμπώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>ti</i> «περιβρέχομαι», λατ. <i>n</i><i>ā</i><i>re</i> «[[κολυμπώ]]», αρχ. ιλρδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>m</i> «[[κολυμπώ]]» κ.λπ. Η [[αναγωγή]] του ρ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» και η [[σύνδεση]] του με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (<b>βλ.</b> και λ. <i>νέω</i>[Ι])].
|mltxt=(Α [[νήχομαι]] και σπαν. το ενεργ. [[νήχω]] και δωρ. τ. [[νάχω]])<br />[[κολυμπώ]], [[πλέω]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά νηχόμενα</i><br />τα ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήχω]] εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ψήχω]], [[τρύχω]], [[σμήχω]]), που δηλώνει εμφατικά το [[τέλος]] της πράξης εκφράζοντας [[έτσι]] το [[ποιόν]] ενέργειας του ρ. <i>νέω</i> «[[κολυμπώ]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>ti</i> «περιβρέχομαι», λατ. <i>n</i><i>ā</i><i>re</i> «[[κολυμπώ]]», αρχ. ιλρδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>m</i> «[[κολυμπώ]]» κ.λπ. Η [[αναγωγή]] του ρ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» και η [[σύνδεση]] του με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (<b>βλ.</b> και λ. <i>νέω</i>[Ι])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κολυμπῶ]]). Ἔχει σχέση μέ τό [[νάω]] (=[[ρέω]]) καί μέ τό [[νέω]] (2. =κολυμπῶ).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηκτήρ]] [[νήκτης]] [[νήκτωρ]] (=[[κολυμβητής]]), [[νηκτρίς]] (θηλ.), [[νηκτός]], [[νηκτικός]], [[νῆσσα]] (=[[πάπια]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 November 2022

Greek Monolingual

νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω)
κολυμπώ, πλέω στο νερό
αρχ.
(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα
τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα -χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης εκφράζοντας έτσι το ποιόν ενέργειας του ρ. νέω «κολυμπώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. snāti «περιβρέχομαι», λατ. nāre «κολυμπώ», αρχ. ιλρδ. snām «κολυμπώ» κ.λπ. Η αναγωγή του ρ. σε ΙΕ ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεση του με το ρ. νάω «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. και λ. νέω[Ι])].

Mantoulidis Etymological

(=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ).
Παράγωγα: νηκτήρ νήκτης νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια).