σκοπιωρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φύλακας]]). Ἀπό τό [[σκοπιά]] + [[ὤρα]] (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σκοπέω]] -ῶ.
|mantxt=(=[[φύλακας]]). Ἀπό τό [[σκοπιά]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σκοπέω]] -ῶ.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιωρός Medium diacritics: σκοπιωρός Low diacritics: σκοπιωρός Capitals: ΣΚΟΠΙΩΡΟΣ
Transliteration A: skopiōrós Transliteration B: skopiōros Transliteration C: skopioros Beta Code: skopiwro/s

English (LSJ)

ὁ, watcher, ibid., restd. in Alciphr.1.17.

German (Pape)

[Seite 903] der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιωρός: ὁ, (ὤρα) φύλαξ, σκοπός, Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός].

Greek Monotonic

σκοπιωρός: ὁ (ὤρα, Λατ. cura), φύλακας, φρουρός, σκοπός.

Middle Liddell

σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, cura]
a watcher.

Mantoulidis Etymological

(=φύλακας). Ἀπό τό σκοπιά + ὤρα (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.