φασίολος: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[φάσηλος]] (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.
|mantxt=ἤ [[φάσηλος]] (=[[φασούλι]]). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰσίολος Medium diacritics: φασίολος Low diacritics: φασίολος Capitals: ΦΑΣΙΟΛΟΣ
Transliteration A: phasíolos Transliteration B: phasiolos Transliteration C: fasiolos Beta Code: fasi/olos

English (LSJ)

ὁ, = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.

Mantoulidis Etymological

φάσηλος (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.