τρώγλη: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ποντικότρυπα, σπηλιά). Ἀπό τό [[τρώγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ποντικότρυπα]], [[σπηλιά]]). Ἀπό τό [[τρώγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>Loch, [[Höhle]], Vetera Lexica</i>; Strat. 97 (XI.22); Arist. <i>H.A</i>. 5.20.
|ptext=ἡ, <i>Loch, [[Höhle]], Vetera Lexica</i>; Strat. 97 (XI.22); Arist. <i>H.A</i>. 5.20.
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώγλη Medium diacritics: τρώγλη Low diacritics: τρώγλη Capitals: ΤΡΩΓΛΗ
Transliteration A: trṓglē Transliteration B: trōglē Transliteration C: trogli Beta Code: trw/glh

English (LSJ)

(also τρῶγλα, Gloss.), ἡ, (τρώγω) hole formed by gnawing, esp. a mouse's hole, Batr.52, Babr.31.17: generally, hole, Arist. HA552b28, al.; of a serpent, Herod.4.90: pl., caves, LXX 1 Ki.14.11; holes (gnawed) in clothes, Batr.184; of canals in the flesh, Hp. Carn.9.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
trou fait par un animal rongeur.
Étymologie: τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρώγλη -ης, ἡ [τρώγω] hol, gat.

Russian (Dvoretsky)

τρώγλη:τρώγω отверстие, дыра Batr., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρώγλη: ἡ, (τρώγω) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον μέρος τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, κυρίως τρῦπα μυός, «ποντικότρυπα», ἀλλά καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· καθόλου, πᾶσα ὀπή, κοιλότης, «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· τρῦπα εἰς ἔνδυμα ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α
1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά
2. φωλιά ζώου
νεοελλ.
μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη»)
αρχ.
1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα
2. οπή σε ένδυμα που γίνεται από ποντίκι
3. στον πληθ. αἱ τρῶγλαι
πόροι επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + επίθημα -λη (πρβλ. ου-λή, στή-λη)].

Greek Monotonic

τρώγλη: ἡ (τρώγω), τρύπα που δημιουργείται από διάβρωση, τρύπα της φωλιάς ποντικιού, σε Βατραχομ., σε Βάβρ.

Middle Liddell

τρώγλη, ἡ, τρώγω
a hole formed by gnawing, a mouse's hole, Batr., Babr.

Mantoulidis Etymological

(=ποντικότρυπα, σπηλιά). Ἀπό τό τρώγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ἡ, Loch, Höhle, Vetera Lexica; Strat. 97 (XI.22); Arist. H.A. 5.20.