βαυκαλίζω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[κοιμίζω]], νανουρίζω) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=[[νανούρισμα]]). | |mantxt=(=[[κοιμίζω]], [[νανουρίζω]]) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=[[νανούρισμα]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 November 2022
English (LSJ)
= βαυκαλάω, AB85, Hsch.
Spanish (DGE)
arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.
German (Pape)
[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.
Greek Monolingual
(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].
Mantoulidis Etymological
(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).