γεωμέτρης: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γεωμέτρης]] -ου, ὁ [γῆ, [[μετρέω]] die zich bezighoudt met geometrie, meetkundige. | |elnltext=[[γεωμέτρης]] -ου, ὁ [γῆ, [[μετρέω]] [[die zich bezighoudt met geometrie]], [[meetkundige]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, land measurer, ib.28 (ii A. D.):—but usu., geometer, Pl.Tht.143b, al., cf. Men.495, CIG3544 (Perg.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμ- TEracl.1.187
1 geómetra, que cultiva la geometría Pl.Tht.143b, Grg.465b, Arist.Ph.185a1, Metaph.1089a21, Aristox.Harm.42.16, IP 333.10 (II d.C.), Plu.2.140a, Hero Def.135.8, Gal.5.652, Aristid.Quint.32.14, Vett.Val.70.6
•profesor de geometría Men.Fr.430a, Plu.2.737d, en un gimnasio DP 7.70, ISestos 5.4.
2 agrimensor, TEracl.l.c., D.Chr.70.9, 71.8, PCair.Zen.387.13 (III a.C.), BGU 12.28 (II d.C.), SEG 32.1287.13 (Frigia III d.C.), POxy.1469.6 (III d.C.), 3758.160 (IV d.C.), PBerl.Borkowski 4.35 (III/IV d.C.), PCair.Preis.8.5 (IV d.C.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, Land-, Feldmesser, die Geometrie verstehend, Plat. Theaet. 143 b Euthyd. 290 b; Xen. Mem. 4, 2, 10 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géomètre, arpenteur.
Étymologie: γῆ, μετρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωμέτρης -ου, ὁ [γῆ, μετρέω die zich bezighoudt met geometrie, meetkundige.
Russian (Dvoretsky)
γεωμέτρης: ου ὁ землемер, геометр Xen., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ τὴν γῆν μετρῶν, γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 143Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Μένανδ. Ὑπ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3544, κ. ἀλλ.· ἴδε γαμέτρας.
Greek Monolingual
ο (AM γεωμέτρης)
ο επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στη γεωμετρία
νεοελλ.
1. ο αργόσχολος, αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει
2. αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες
αρχ.
εκείνος ο οποίος ασχολείται με την καταμέτρηση της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μετρης < μετρώ].
Greek Monotonic
γεωμέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τη γη, ειδικός στη γεωμετρία, γεωμέτρης, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[γῆ, μετρέω
a land-measurer, geometer, Plat.