κατάφευξις: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 , $4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.
|elnltext=κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] [[toevlucht]], [[toevluchtsoord]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφευξις Medium diacritics: κατάφευξις Low diacritics: κατάφευξις Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katápheuxis Transliteration B: katapheuxis Transliteration C: katafefksis Beta Code: kata/feucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A flight for refuge, κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Th.7.41. II place of refuge, ib.38.

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἀσφαλής Thuc. 7, 38; ποιεῖσθαι εἰς τὸν ὃρμον, = καταφεύγειν, 7, 41.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de fuir, fuite;
2 place de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.

Russian (Dvoretsky)

κατάφευξις: εως ἡ
1 бегство: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;
2 убежище (ἀσφαλής Thuc.).

Greek Monolingual

κατάφευξις, ἡ (Α) καταφέρνω
1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῖοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῦν το εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» — οι Ἀθηναῖοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.)
2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο.

Greek Monotonic

κατάφευξις: -εως, ἡ,
I. καταφυγή προς ασφάλεια, σε Θουκ.
II. τόπος διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφευξις: -εως, ἡ, καταφυγὴ πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. καταφύγιον, τόπος πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς αὐτόθι 38.

Middle Liddell

κατάφευξις, εως [from καταφεύγω
I. flight for refuge, Thuc.
II. a place of refuge, Thuc.