δαμασίφρων: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δαμασίφρων -ον [δαμάζω, φρήν] de geest overweldigend. | |elnltext=δαμασίφρων -ον [δαμάζω, φρήν] [[de geest overweldigend]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, heart-subduing χρυσός Pi.O.13.78.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰσίφρων) -ον
que somete el ánimo, que doblega la voluntad χρυσός Pi.O.13.78.
German (Pape)
[Seite 521] χρυσός, das Herz bezwingend, Pind. Ol. 13, 75.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμᾰσίφρων: 2, gen. ονος смиряющий души (χρυσός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰσίφρων: -ον, ὁ τὰς φρένας καθυποτάσσων, αἰχμαλωτίζων, χρυσὸς Πίνδ. Ο. 13. 111.
English (Slater)
δᾰμᾰσίφρων
1 subduing the spirit ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν i. e. a golden bridle (O. 13.78)
Greek Monolingual
δαμασίφρων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + -φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμασίφρων -ον [δαμάζω, φρήν] de geest overweldigend.