δαμασίφρων
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
δαμασίφρον, gen. ονος, heart-subduing χρυσός Pi.O.13.78.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰσίφρων) -ον
que somete el ánimo, que doblega la voluntad χρυσός Pi.O.13.78.
German (Pape)
[Seite 521] χρυσός, das Herz bezwingend, Pind. Ol. 13, 75.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμᾰσίφρων: 2, gen. ονος смиряющий души (χρυσός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰσίφρων: -ον, ὁ τὰς φρένας καθυποτάσσων, αἰχμαλωτίζων, χρυσὸς Πίνδ. Ο. 13. 111.
English (Slater)
δᾰμᾰσίφρων
1 subduing the spirit ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν i. e. a golden bridle (O. 13.78)
Greek Monolingual
δαμασίφρων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + -φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμασίφρων -ον [δαμάζω, φρήν] de geest overweldigend.