καρδιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.
|elnltext=καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] [[lijdend aan brandend maagzuur]].
}}
}}

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγής Medium diacritics: καρδιαλγής Low diacritics: καρδιαλγής Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kardialgḗs Transliteration B: kardialgēs Transliteration C: kardialgis Beta Code: kardialgh/s

English (LSJ)

ές, suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.