καταπειρατηρία: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταπειρατηρία -ας, ἡ, Ion. καταπειρητηρίη [κατά, πειράω] dieplood. | |elnltext=καταπειρατηρία -ας, ἡ, Ion. καταπειρητηρίη [κατά, πειράω] [[dieplood]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
Ion. καταπειρητηρίη, ἡ, sounding-line, Hdt.2.5, 28; catapirātes in Lucil.Fr.1191 Marx; anchor-cable, prob. in CIL8.27790 (Althiburos).
German (Pape)
[Seite 1368] ἡ, ion. καταπειρητηρία, dasselbe, Her. 2, 5. 28.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπειρατηρία -ας, ἡ, Ion. καταπειρητηρίη [κατά, πειράω] dieplood.
Greek Monolingual
καταπειρατηρία και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α)
1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι
2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειρατηρία (θηλ. του πειρατήριος < πειρῶμαι «προσπαθώ»)].
Greek Monotonic
καταπειρᾱτηρία: Ιων. -πειρητηρίη, ἡ (πειράω), ναυτικό όργανο βυθομέτρησης, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπειρᾱτηρία: Ἰων. -πειρητηρίη, ἡ, ὄργανον ναυτικὸν δι’ οὗ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης εὑρίσκουσι καὶ μετροῦσι βυθίζοντες αὐτό, δηλ. ἡ βολίς· κατεὶς κ. Ἡρόδ. 2, 5· καὶ μὴ δύνασθαι κατιεμένην κ. ἐς βυθὸν ἰέναι 28· πρβλ. βολίς.