πέρκη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πέρκη -ης, ἡ [~ περκνός] baars.
|elnltext=πέρκη -ης, ἡ [~ περκνός] [[baars]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρκη Medium diacritics: πέρκη Low diacritics: πέρκη Capitals: ΠΕΡΚΗ
Transliteration A: pérkē Transliteration B: perkē Transliteration C: perki Beta Code: pe/rkh

English (LSJ)

ἡ, a river-fish, perch, Epich.47,48, Philyll.13.3, Antiph. 194.2, Arist.HA505a17, 599b8, Numen. ap. Ath.7.313c. (Perh. cogn. with περκνός.)

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, ein nach seiner schwärzlichen Farbe benannter eßbarer Flußfisch, der Barsch, lat. perca; Arist. H. A. 8, 15; ἀνθεσίχρως, Matro bei Ath. IV, 135 d, δελεάρπαξ, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
perche (poisson d'eau douce à dos bleu foncé).
Étymologie: πέρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρκη -ης, ἡ [~ περκνός] baars.

Russian (Dvoretsky)

πέρκη:окунь Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πέρκη: ἡ, ὁ γνωστὸς ποτάμιος ἰχθύς, οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτοῦ χρώματος, λέγεται νῦν καὶ περκίδα, Λατ. perca, Ἐπίχαρμ. καὶ ἄλλοι Κωμικ. ποιηταὶ μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 135Ε, 284C, 319Β κἑξ., 450C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 8. 15, 3· ― ὡσαύτως περκίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 2. 35. ― Ἐντεῦθεν ὑποκορ. περκίδιον, τό, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πέρκα Ν
γένος περκόμορφων ψαριών του γλυκού νερού, με πράσινο χρώμα, σκούρες κάθετες ραβδώσεις και κοκκινόχρωμα ή πορτοκαλλιά κοιλιακά πτερύγια («κίχλη καὶ πέρκη καὶ γλανὶς καὶ κυπρῑνος», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ψάρι του γένους serranus, τών θαλασσών τών εύκρατων περιοχών, με σκουροκάστανες, εγκάρσιες ταινίες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες περκί και περκάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.

Greek Monotonic

πέρκη: ἡ, ψάρι της θάλασσας που αποκαλείται έτσι από το σκοτεινό χρώμα του (βλ. το επόμ.), η πέρκα, σε Κωμ.

Middle Liddell

πέρκη, ἡ,
a river-fish so called from its dusky colour (v. περκνός), the perch, Com.