πολύκρανος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig. | |elnltext=πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] [[veelkoppig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.
Russian (Dvoretsky)
πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].
Greek Monotonic
πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.