τρίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.
|elnltext=τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] [[driemaal getrouwd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγᾰμος Medium diacritics: τρίγαμος Low diacritics: τρίγαμος Capitals: ΤΡΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: trígamos Transliteration B: trigamos Transliteration C: trigamos Beta Code: tri/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον, thrice-married, with allusion to Helen, Stesich. 26, cf. Theoc.12.5.

German (Pape)

[Seite 1141] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγαμος -ον [τρι -, γάμος] driemaal getrouwd.

Russian (Dvoretsky)

τρίγᾰμος: (ῐ) трижды вступивший в брак (γυνή Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρίγᾰμος: -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγαμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων
2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γάμος (πρβλ. δίγαμος)].