Πύθιον: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=Πύθιον -ου, τό [πύθιος, νίκη] [[tempel van de Pythische Apollo]]. | |elnltext=Πύθιον -ου, τό [[[πύθιος]], [[νίκη]]] [[tempel van de Pythische Apollo]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:56, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῡ], τό, temple of the Pythian Apollo at Athens, IG12.188.64, Th.2.15, Str.9.2.11, Paus.9.35.7; at Poeessa, IG12(5).1100 (v/iv B.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
le sanctuaire d'Apollon à Pythô ou Delphes.
Étymologie: Πυθώ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πύθιον -ου, τό [πύθιος, νίκη] tempel van de Pythische Apollo.
Russian (Dvoretsky)
Πύθιον: τό Пифий (храм Аполлона в Пифо или в Дельфах) Thuc.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ναός του Πυθίου Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πύθιος].
Greek Monotonic
Πύθιον: [ῡ], τό (Πυθώ), ο ναός του Πυθικού Απόλλωνα στους Δελφούς, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
Πύθιον: [ῡ], τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Πυθοῖ ἢ Δελφοῖς, Θουκ. 2. 15, Στράβ. 404· καὶ ἐν ἄλλοις τόποις, Παυσ. 9. 35, 7, κτλ.
Middle Liddell
Πύ¯θιον, ου, τό, Πυθώ
the temple of Pythian Apollo, Thuc.