ζῳογόνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζῳογόνος:''' -ον ([[ζῷον]], *γείνω),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παράγει ζωντανά, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. <b>II.ζωο-[[γόνος]]</b> ([[ζωή]]), αυτός που φέρει [[ζωή]], [[ζωηφόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ζῳογόνος:''' -ον ([[ζῷον]], *γείνω),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παράγει ζωντανά, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. <b>II.ζωο-[[γόνος]]</b> ([[ζωή]]), αυτός που φέρει [[ζωή]], [[ζωηφόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῳογόνος:''' [[дающий жизнь]], [[животворящий]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζῳογόνος -ον [[[ζωός]], [[γίγνομαι]]] [[leven voortbrengend]], [[levengevend]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζῳο-[[γόνος]], ον [[ζῷον]], *γείνω]<br />producing animals, [[generative]], [[name]] of [[Apollo]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:57, 29 November 2022
German (Pape)
[Seite 1144] Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des vers ou animalcules.
Étymologie: ζῷον, γίγνομαι.
Greek Monotonic
ζῳογόνος: -ον (ζῷον, *γείνω),
I. αυτός που παράγει ζωντανά, παραγωγικός, γόνιμος, προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. II.ζωο-γόνος (ζωή), αυτός που φέρει ζωή, ζωηφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳογόνος: дающий жизнь, животворящий (Ἀπόλλων Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογόνος -ον [ζωός, γίγνομαι] leven voortbrengend, levengevend.
Middle Liddell
ζῳο-γόνος, ον ζῷον, *γείνω]
producing animals, generative, name of Apollo, Anth.