καλλιζυγής: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen). | |elnltext=καλλιζυγής -ές [[[καλός]], [[ζυγόν]]] met een mooi juk (van een wagen). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).
Russian (Dvoretsky)
κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).
Greek Monolingual
καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, ομοζυγής].
Greek Monotonic
καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.
Middle Liddell
καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.