κεραυνοβρόντης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( [[epithet]] van Zeus).
|elnltext=κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [[[κεραυνός]], [[βροντάω]]] die dondert en bliksemt ( [[epithet]] van Zeus).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβρόντης Medium diacritics: κεραυνοβρόντης Low diacritics: κεραυνοβρόντης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΡΟΝΤΗΣ
Transliteration A: keraunobróntēs Transliteration B: keraunobrontēs Transliteration C: keravnovrontis Beta Code: keraunobro/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, thunderer, Ζεῦ -βρόντᾰ Ar.Pax376.

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, der Blitzdonnerer, Zeus, Ar. Pax 372.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tonne en foudroyant.
Étymologie: κεραυνός, βροντάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβρόντης -ου, ὁ [κεραυνός, βροντάω] die dondert en bliksemt ( epithet van Zeus).

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβρόντης: ου ὁ бросающий молнии, поражающий громом (Ζεύς Arph.).

Greek Monolingual

κεραυνοβρόντης, ὁ (Α) αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς με βροντές («ὦ Ζεῡ κεραυνοβρόντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βρόντης (< βροντή), πρβλ. αστροβρόντης, καρτεροβρόντης.

Greek Monotonic

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ (βροντάω), αυτός που εξακοντίζει και αστράφτει τον κεραυνό, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβρόντης: -ου, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸν κεραυνὸν καὶ βροντῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 376· πρβλ. βροντησικέραυνος.

Middle Liddell

κεραυνο-βρόντης, ου, βροντάω
the lightener and thunderer, Ar.