κουφόνους: Difference between revisions
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κουφόνους -ουν, zonder contr. κουφόνοος -οον [κοῦφος, νοῦς] [[lichtzinnig]], [[onbekommerd]]. | |elnltext=κουφόνους -ουν, zonder contr. κουφόνοος -οον [[[κοῦφος]], [[νοῦς]]] [[lichtzinnig]], [[onbekommerd]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κουφόνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κουφόνοος.
Greek Monolingual
-ουν (Α κουφόνους, -ουν)
ελαφρόμυαλος, αστόχαστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν
η κουφόνοια («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.)
επίρρ...
κουφόνως (Α)
αστόχαστα, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + νοῦς (πρβλ. κρυψίνους, μικρόνους)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφόνους -ουν, zonder contr. κουφόνοος -οον [κοῦφος, νοῦς] lichtzinnig, onbekommerd.
Middle Liddell
κουφό-νους, ουν
light-minded, thoughtless, Aesch., Soph.
English (Woodhouse)
changeable, light-headed, light-hearted, light-minded
German (Pape)
zusammengezogen st. κουφόνοος.