κραταίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] [[rotsachtig]].
|elnltext=κραταίλεως -ων [[[κράτος]], [[λᾶας]]] [[rotsachtig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραταίλεως Medium diacritics: κραταίλεως Low diacritics: κραταίλεως Capitals: ΚΡΑΤΑΙΛΕΩΣ
Transliteration A: krataíleōs Transliteration B: krataileōs Transliteration C: krataileos Beta Code: kratai/lews

English (LSJ)

ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].

Greek Monotonic

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.

German (Pape)

ων, hartsteinig, felsig; χθών Aesch. Ag. 652; πέδον Eur. El. 534.