παλίρρους: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλίρρους -ουν, zonder contr. παλίρροος -οον [πάλιν, ῥέω] terugstromend; overdr. vergeldend:. παλίρρους … δίκα recht dat vergelding brengt Eur. El. 1155.
|elnltext=παλίρρους -ουν, zonder contr. παλίρροος -οον [[[πάλιν]], [[ῥέω]]] terugstromend; overdr. vergeldend:. παλίρρους … δίκα recht dat vergelding brengt Eur. El. 1155.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:00, 29 November 2022

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. παλίρροος.

Greek Monolingual

παλίρρους, παλίρρουν και παλίρροος, παλίρροον (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.)
2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.)
3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρους: стяж. = πᾰλίρροος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρρους -ουν, zonder contr. παλίρροος -οον [πάλιν, ῥέω] terugstromend; overdr. vergeldend:. παλίρρους … δίκα recht dat vergelding brengt Eur. El. 1155.

Middle Liddell

πᾰλίρρους, πᾰλίρρουν,
I. back-flowing, refluent, Eur.
II. metaph. recurring, returning upon one's head, Eur.

German (Pape)

zusammengezogen aus παλίρροος.