πολυφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.
|elnltext=πολυφάρμακος -ον &#91;[[πολύς]], [[φάρμακον]]] deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάρμᾰκος Medium diacritics: πολυφάρμακος Low diacritics: πολυφάρμακος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: polyphármakos Transliteration B: polypharmakos Transliteration C: polyfarmakos Beta Code: polufa/rmakos

English (LSJ)

ον, A knowing many drugs or charms, ἰητροί Il.16.28; Κίρκη Od.10.276; Παιών Sol.13.57; of Medea, A.R. 3.27. 2 given to the use of drugs, Gal.10.169. 3 of countries, abounding in healing or poisonous herbs, Τυρρηνία Thphr.HP9.15.1. 4 compounded of many drugs, δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.

German (Pape)

[Seite 675] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; Κίρκη, Od. 10, 276; Παιών, Solon 4, 57. – Uebh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en remèdes ou en poisons;
2 habile à connaître ou à employer les remèdes ou les poisons.
Étymologie: πολύς, φάρμακον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.

Russian (Dvoretsky)

πολυφάρμᾰκος:
1 знакомый со многими снадобьями (ἰητροί, Κίρκη Hom.);
2 целительный, целебный (δύναμις Plut.).

English (Autenrieth)

skilled in drugs, Il. 16.28, Od. 10.276.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα
2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.)
3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία πολυφάρμακος», Θεόφρ.)
4. ο παραδεδομένος στη χρήση τών φαρμάκων, αυτός που κάνει κατάχρηση φαρμάκων
5. αυτός που σύγκειται από πολλά φάρμακα ή δηλητήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φάρμακον (πρβλ. φιλο-φάρμακος)].

Greek Monotonic

πολῠφάρμᾰκος: -ον, αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάρμᾰκος: -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· ὡσαύτως, δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.

Middle Liddell

πολῠ-φάρμᾰκος, ον,
knowing many drugs or charms, Hom.