πολύοχλος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύοχλος -ον [πολύς, ὄχλος] [[zeer talrijk]].
|elnltext=πολύοχλος -ον [[[πολύς]], [[ὄχλος]]] [[zeer talrijk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:02, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύοχλος Medium diacritics: πολύοχλος Low diacritics: πολύοχλος Capitals: ΠΟΛΥΟΧΛΟΣ
Transliteration A: polýochlos Transliteration B: polyochlos Transliteration C: polyochlos Beta Code: polu/oxlos

English (LSJ)

ον, A much-peopled, populous, χώρα Plb.3.49.5. II very prolific, δήμου εἴδη Arist.Pol.1291b23; for E.Rh.166 v. πολιοῦχος.

German (Pape)

[Seite 668] volkreich, χώρα, Pol. 3, 49, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très peuplé;
2 très nombreux.
Étymologie: πολύς, ὄχλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύοχλος -ον [πολύς, ὄχλος] zeer talrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύοχλος:
1 весьма населенный, многолюдный (χώρα Polyb.);
2 многочисленный (δήμου εἴδη Arst.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπους) πολυάνθρωπος
2. (για επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες) πολυάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄχλος «πλήθος» (πρβλ. ά-οχλος, φίλ-οχλος)].

Greek Monotonic

πολύοχλος: -ον, I. αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Πολύβ.
II. πολυάριθμος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύοχλος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ὄχλον, πολλοὺς κατοίκους, χώρα Πολύβ. 3. 49, 5· πρβλ. πολυοχλέομαι. ΙΙ. πολυάριθμος, δήμου εἴδη πολύοχλα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· ― περὶ τῆς εἰκασίας τοῦ Reiske ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 166 ἴδε πολιοῦχος.

Middle Liddell

πολύ-οχλος, ον,
I. much-peopled, populous, Polyb.
II. very numerous, Arist.