πρωτουργός: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2, $4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρωτουργός -όν [[[πρῶτος]], [[ἔργον]]] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a. | |elnltext=πρωτουργός -όν [[[πρῶτος]], [[ἔργον]]] [[als eerste werkend]], [[primair]]:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>[[zuerst]] [[machend]], [[bewirkend]]</i>, κινήσεις, <i>die [[ersten]], [[ursächlichen]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. X.897a. | |ptext=<i>[[zuerst]] [[machend]], [[bewirkend]]</i>, κινήσεις, <i>die [[ersten]], [[ursächlichen]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. X.897a. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 29 November 2022
English (LSJ)
όν, primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.
Russian (Dvoretsky)
πρωτουργός: первоначальный, первичный (κίνησις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.
Greek Monolingual
-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.
German (Pape)
zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X.897a.