μετόπισθεν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , .<br")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[μετόπισθε]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> [[derrière]], [[en arrière]];<br /><b>2</b> ensuite, plus tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὄπισθεν]].
|btext=<i>ou</i> [[μετόπισθε]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> [[derrière]], [[en arrière]];<br /><b>2</b> [[ensuite]], [[plus tard]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὄπισθεν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Latest revision as of 10:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπισθεν Medium diacritics: μετόπισθεν Low diacritics: μετόπισθεν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ
Transliteration A: metópisthen Transliteration B: metopisthen Transliteration C: metopisthen Beta Code: meto/pisqen

English (LSJ)

v. μετόπισθε.

French (Bailly abrégé)

ou μετόπισθε;
adv. et prép.
1 derrière, en arrière;
2 ensuite, plus tard.
Étymologie: μετά, ὄπισθεν.

English (Autenrieth)

behind, in the rear, toward the west, Od. 13.241; afterwards, Od. 11.382; w. gen., Od. 9.539.

Greek Monolingual

μετόπισθεν και μετόπισθε)
επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν
α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, τεχνική και ιατρική άποψη τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα
β) τα νώτα της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη ζώνη τών επιχειρήσεων
γ) (με ευρεία σημ.) όλο το έδαφος εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη ζώνη επιχειρήσεων
αρχ.
1. (χρονικά) έπειτα, κατόπιν, στη συνέχεια
2. στη δεύτερη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὄπισθεν.

German (Pape)

μετόπισθε.