προφυλακή: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> avant-poste;<br /><b>2</b> précaution, préservatif.<br />'''Étymologie:''' [[προφυλάσσω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> avant-poste;<br /><b>2</b> [[précaution]], [[préservatif]].<br />'''Étymologie:''' [[προφυλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A guard in front; in plural, outposts, vedettes, piquets, X.Cyr.3.3.25, Eq. Mag.7.13, Plu.Caes.39: sg., ἡ π. αὐτοῦ his advanced guard, X.HG4.1.24, cf. Plb.5.3.2; ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, with outposts, Th.4.30. II guarding, guard, τῶν πόλεων Plb.5.95.5, cf. D.S.11.2 (pl.). III watch, vigil, LXX Ex.12.42, al. IV caution, προφυλακῇ χρῆσθαι περί τι Ph.1.283. 2 precaution, c.gen., against... Id.2.368, al., cf. Epicur.Oxy.215 iii 14: Medic., προφυλακῆς χάριν as a precaution, Sor.1.118, cf. Dsc.2.47.
German (Pape)
[Seite 798] ἡ, Vorwache, Vorposten, im plur., Xen. Cyr. 3, 2, 25. 6, 3, 9 u. öfter, u. A., wie Pol. 5, 3, 2; – Vorsicht, ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, Thuc. 4, 30. – Auch Amulet, Verwahrungsmittel, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 avant-poste;
2 précaution, préservatif.
Étymologie: προφυλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφυλακή -ῆς, ἡ [προφυλάσσω] milit. voorpost.
Russian (Dvoretsky)
προφῠλᾰκή: ἡ
1 передняя стража, передовой пост, авангард Xen., Polyb.;
2 предосторожность, бдительность Plut.: διὰ προφυλακήν Thuc. из предосторожности.
Greek (Liddell-Scott)
προφῠλᾰκή: (προφυλάσσω) οἱ προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25, Ἱππαρχ. 7. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἡ πρ. αὐτοῦ, οἱ πρόσκοποι αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 24, πρβλ. Πολύβ. 5. 3, 2· ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς, ἔχοντες τεταγμένους προσκόπους, Θουκ. 4. 30. ΙΙ. φυλακή, φύλακες, φρουρά, Πολύβ. 5. 95, 5.
ΙΙΙ. φύλακες νυκτερινοί, σκοποί, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 42). ΙV. φυλακτήριον, προφυλακτικόν, Ἑβδ. 2, 49, ὁ αὐτ. π. Ἰοβόλ. σ. 44.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φυλακή
εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο του στρατεύματος, όταν αυτό σταθμεύει, και παίρνει θέση προς τα εμπρός για να προειδοποιήσει για τυχόν εκδήλωση στρατιωτικής δραστηριότητας του εχθρού αλλά και για να διεξαγάγει επιβραδυντικό αγώνα (α. «στις προφυλακές τοποθετήθηκαν επίλεκτα τμήματα» β. «ταῖς προφυλακαῑς τῶν πολεμίων ἐπιδραμόντες» Πλούτ.
γ. «κατάσκοποι ἐνέπιπτον εἰς τὰς προφυλακὰς αὐτῶν», Ξεν.)
αρχ.
1. το σύνολο τών φυλάκων, η φρουρά
2. οι νυκτερινοί σκοποί, η νυκτοφυλακή
3. τόπος κατάλληλος για προφύλαξη
4. προφύλαξη από κάποιον.
Greek Monotonic
προφῠλᾰκή: (προφυλάσσω), οι προπορευόμενοι φύλακες, πρόσκοποι· στον πληθ., προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν.· στον ενικ., ἡ πρ. αὐτοῦ, η προωθημένη φρουρά του, στον ίδ.· διὰ προφυλακῆς, με προπορευόμενους ανιχνευτές, σε Θουκ.
Middle Liddell
προφυλάσσω
a guard in front; in plural outposts, videttes, piquets, Xen.; in sg., ἡ πρ. αὐτοῦ his advanced guard, Xen.; διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, Thuc.