ἐκλυτήριος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. [[ἱερόν]], Sühnopfer, Eur. Phoen. 969. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., ''[[sc.]]'' [[ἱερόν]], Sühnopfer, Eur. Phoen. 969. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:18, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, bringing release, S.OT392: -τήριον, τό, expiatory offering, E.Ph.969.
Spanish (DGE)
(ἐκλῠτήριος) -ον
que libra o salva, salvador πῶς οὐχ ... ηὔδας τι τοῖσδ' ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον; ¿cómo es que no dijiste a estos ciudadanos ninguna palabra salvadora? S.OT 392
•neutr. subst. τὸ ἐ. rescate, redención αὐτὸς ... θνῄσκειν ἕτοιμος πατρίδος ἐ. yo mismo estoy dispuesto a morir como rescate por la patria E.Ph.969.
German (Pape)
[Seite 768] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l'affranchissement, la délivrance.
Étymologie: ἐκλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῠτήριος: -ον, ὁ συντελῶν ἢ κατάλληλος πρὸς ἀπολύτρωσιν· - ἐκλυτήριον, τό, ἀπαλλαγή, σωτηρία, Σοφ. Ο. Τ. 392· ἱλαστήριος θυσία ἢ προσφορά, Εὐρ. Φοίν. 969.
Greek Monolingual
ἐκλυτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριον
εξιλαστήρια θυσία ή προσφορά.
Greek Monotonic
ἐκλῠτήριος: -ον (ἐκλύω), αυτός που βοηθά ή είναι κατάλληλος για απαλλαγή ή απελευθέρωση· ἐκλυτήριον, τό, απαλλαγή, σωτηρία, σε Σοφ.· εξιλεωτική θυσία ή προσφορά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐκλῠτήριος, ον ἐκλύω
of or for release:— ἐκλυτήριον, τό, a release, Soph.: an expiatory offering, Eur.