Πάρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Πᾰρος</b> the [[island]]. μνάσθηθ' [[ὅτι]] [[τοι]] ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.
|sltr=<b>Πᾰρος</b> the [[island]]. μνάσθηθ' [[ὅτι]] [[τοι]] ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (''[[sc.]]'' [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:19, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πάρος Medium diacritics: Πάρος Low diacritics: Πάρος Capitals: ΠΑΡΟΣ
Transliteration A: Páros Transliteration B: Paros Transliteration C: Paros Beta Code: *pa/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Paros, h.Ap.44, Cer.491:—Adj. Πάριος, α, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Paros, une des Cyclades.
Étymologie: ?

English (Slater)

Πᾰρος the island. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.

Greek Monotonic

Πάρος: [ᾰ], ἡ, Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, , -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πάρος: (ᾰ) ἡ Парос (один из Кикладских о-вов) HH, Her.

Middle Liddell

Πᾰ́ρος, ἡ,
Paros, one of the Cyclades, famous for its white marble, Hhymn.:—adj. Πάριος, η, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pind., Hdt.