Σκῦρος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Σκῡρος</b> the [[island]]. ὁ δ' ἀποπλέων (sc. [[Νεοπτόλεμος]]) <br /><b>1</b> Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) [[ἦλθον]] ἄγγελοι [[ὀπίσω]] [[Σκυρόθεν]] Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.102)
|sltr=<b>Σκῡρος</b> the [[island]]. ὁ δ' ἀποπλέων (''[[sc.]]'' [[Νεοπτόλεμος]]) <br /><b>1</b> Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) [[ἦλθον]] ἄγγελοι [[ὀπίσω]] [[Σκυρόθεν]] Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.102)
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:19, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκῦρος Medium diacritics: Σκῦρος Low diacritics: Σκύρος Capitals: ΣΚΥΡΟΣ
Transliteration A: Skŷros Transliteration B: Skyros Transliteration C: Skyros Beta Code: *sku=ros

English (LSJ)

ἡ, the island of Scyros, Σκῦρος αἰπεῖα Il.9.668:—Adj. Σκύριος, α, ον, of Scyros or from Scyros, Pi.Fr.106; ἀρχὴ Σκυρία, prov. of a useless acquisition, Lib.Ep.1200, Eust.782.52: Σκύριος, ὁ, a Scyrian, Hdt. 7.183, etc.; Σκυρία δίκη, a lawsuit in which the defendant pleaded absence in Scyros, Com.Adesp.902: Σκυρόθεν, Adv. from Scyros, Il.19.332.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Skyros :
1 une des Sporades;
2 ville de la petite Phrygie.
Étymologie: DELG σκῦρος.

English (Autenrieth)

Scyros.—(1) an island northwest of Chios, with a city of the same name, Od. 11.509, Il. 19.326 .—Σκῦρόθεν, from Scyros, Il. 19.332.—(2) a town in Lesser Phrygia, Il. 9.668.

English (Slater)

Σκῡρος the island. ὁ δ' ἀποπλέων (sc. Νεοπτόλεμος)
1 Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.102)

Greek Monotonic

Σκῦρος: ἡ, η νήσος Σκύρος, ένα από τα νησιά των Σποράδων, κοντά στην Εύβοια, σε Όμηρ.· επίθ. Σκύριος, , κάτοικος της Σκύρου, σε Ηρόδ.· επίρρ., Σκῡρόθεν, από τη Σκύρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Σκῦρος:Скирос (остров к сев.-вост. от Эвбеи) Hom., Soph., Eur., Thuc., Xen.

Middle Liddell

Σκῦρος, ἡ,
the isle of Scyros, one of the Sporades, not far from Euboea, Hom.:—adj. Σκύριος, a Scyrian, Hdt.:—adv., Σκῡρόθεν from Scyros, Il.