θεόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεόμορφος:''' [[с божественной наружностью]], [[богоподобный]] (sc. [[παῖς]] Anth.).
|elrutext='''θεόμορφος:''' [[с божественной наружностью]], [[богоподобный]] (''[[sc.]]'' [[παῖς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:21, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόμορφος Medium diacritics: θεόμορφος Low diacritics: θεόμορφος Capitals: ΘΕΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theómorphos Transliteration B: theomorphos Transliteration C: theomorfos Beta Code: qeo/morfos

English (LSJ)

ον, of form divine, AP12.196 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1196] von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme ou d'une beauté divine.
Étymologie: θεός, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

θεόμορφος: с божественной наружностью, богоподобный (sc. παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόμορφος: -ον, θείαν ἔχων μορφή, Ἀνθ. Π. 12. 196· - οὐσιαστ. θεομορφία, ἡ, Θ. Στουδ. σ. 1273, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θεόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε- (βλ. θεο-) + όμορφος (< εύ-μορφος)].

Greek Monotonic

θεόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει θεϊκή μορφή, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεό-μορφος, ον μορφή
of form divine, Anth.