μυλικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mylikos
|Transliteration C=mylikos
|Beta Code=muliko/s
|Beta Code=muliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> (μύλη ''1'') [[for a mill]], λίθος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>17.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[μύλη]] V) of or for the [[grinders]], <b class="b3">ἡ μ</b>. (sc. [[ἔμπλαστρος]]) remedy [[for toothache]], Gal.12.869, 877.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> (μύλη ''1'') [[for a mill]], λίθος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>17.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[μύλη]] V) of or for the [[grinders]], <b class="b3">ἡ μ</b>. (''[[sc.]]'' [[ἔμπλαστρος]]) remedy [[for toothache]], Gal.12.869, 877.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:25, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλικός Medium diacritics: μυλικός Low diacritics: μυλικός Capitals: ΜΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: mylikós Transliteration B: mylikos Transliteration C: mylikos Beta Code: muliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A (μύλη 1) for a mill, λίθος Ev.Luc.17.2. II (μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.

German (Pape)

[Seite 217] zur Mühle gehörig, λίθος, Mühlstein, N. T. – Für die Backenzähne dienlich, Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de meule, de moulin;
2 qui concerne les molaires.
Étymologie: μύλη.

Russian (Dvoretsky)

μῠλικός: мельничный (λίθος NT).

Greek (Liddell-Scott)

μῠλικός: -ή, -όν, (μύλη) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, λίθος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: κάνθων μ., ἐργαστήριον μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., φάρμακον πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.

English (Strong)

from μύλος; belonging to a mill: mill(-stone).

English (Thayer)

(μύλινος) μυλινη, μύλινον;
1. made of mill-stones: Boeckh, Inscriptions 2, p. 784, no. 3371,4.
2. equivalent to μυλικός (see the preceding word): L WH.

Greek Monolingual

μυλικός, -ή, -όν (ΑΜ) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική
(ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο.

Greek Monotonic

μῠλικός: -ή, -όν (μύλη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, λίθος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μῠλικός, ή, όν μύλη
of or for a mill, λίθος NTest.

Chinese

原文音譯:mulikÒj 祕利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:磨(著)
字義溯源:磨坊的,磨;源自(μύλινος / μύλος)*=磨石)。參讀 (μύλινος / μύλος)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 磨(1) 路17:2