ἄκναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/knamptos
|Beta Code=a)/knamptos
|Definition=[[ἄκναπτος]], [[ἄκναφος]], = [[ἄγναμπτος]].
|Definition=[[ἄκναπτος]], [[ἄκναφος]], = [[ἄγναμπτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄγναμπτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκναμπτος, -ον</b> [[inflexible]], [[unflinching]] βουλαῖς ἀκνάμπτοις ([[varia lectio|v.l.]] ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ [[μένος]] ἀντερείδων (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
|sltr=<b>ᾰκναμπτος, -ον</b> [[inflexible]], [[unflinching]] βουλαῖς ἀκνάμπτοις ([[varia lectio|v.l.]] ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ [[μένος]] ἀντερείδων (''[[sc.]]'' [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄγναμπτος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκναμπτος:''' [[ἄκναπτος]], ἄκνᾰφος, = [[ἄγναμπτος]] κ.λπ.
|lsmtext='''ἄκναμπτος:''' [[ἄκναπτος]], ἄκνᾰφος, = [[ἄγναμπτος]] κ.λπ.
}}
{{pape
|ptext=härtere Form für [[ἄγναμπτος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκναμπτος Medium diacritics: ἄκναμπτος Low diacritics: άκναμπτος Capitals: ΑΚΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: áknamptos Transliteration B: aknamptos Transliteration C: aknamptos Beta Code: a)/knamptos

English (LSJ)

ἄκναπτος, ἄκναφος, = ἄγναμπτος.

Spanish (DGE)

v. ἄγναμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.

English (Slater)

ᾰκναμπτος, -ον inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v.l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.

Greek Monotonic

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος, = ἄγναμπτος κ.λπ.

German (Pape)

härtere Form für ἄγναμπτος.