κοσκινόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [[[κόσκινον]], [[μάντις]]] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).
|elnltext=κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [[[κόσκινον]], [[μάντις]]] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ὁ (Choerobosc. bei <i>B.A</i>. 1193), <i>der [[Siebwahrsager]], der aus einem [[Siebe]] [[prophezeit]]</i>; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, <i>die [[Siebwahrsagerin]]</i>, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. <i>Alex</i>. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. <i>H.A</i>. 8.5.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσκῐνό-μαντις, εως<br />a [[diviner]] by a [[sieve]], Theocr. [from κόσκῐνον]
|mdlsjtxt=κοσκῐνό-μαντις, εως<br />a [[diviner]] by a [[sieve]], Theocr. [from κόσκῐνον]
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ὁ (Choerobosc. bei <i>B.A</i>. 1193), <i>der [[Siebwahrsager]], der aus einem [[Siebe]] [[prophezeit]]</i>; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, <i>die [[Siebwahrsagerin]]</i>, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. <i>Alex</i>. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. <i>H.A</i>. 8.5.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόμαντις Medium diacritics: κοσκινόμαντις Low diacritics: κοσκινόμαντις Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: koskinómantis Transliteration B: koskinomantis Transliteration C: koskinomantis Beta Code: koskino/mantis

English (LSJ)

εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ, diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).

German (Pape)

ιδος, ὁ (Choerobosc. bei B.A. 1193), der Siebwahrsager, der aus einem Siebe prophezeit; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, die Siebwahrsagerin, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. Alex. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. H.A. 8.5.

Russian (Dvoretsky)

κοσκινόμαντις: ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.

Greek Monolingual

κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρόμαντις, χειρόμαντις)].

Greek Monotonic

κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

κοσκῐνό-μαντις, εως
a diviner by a sieve, Theocr. [from κόσκῐνον]