οἰκοδόμος: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />architecte, bâtisseur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[δέμω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />architecte, bâtisseur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[δέμω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ein Haus [[bauend]]</i>, überhaupt <i>der [[Baumeister]]</i>; Plat. <i>Prot</i>. 319b und [[öfter]]; Xen. <i>Hell</i>. 7.2.20 und Sp., wie Plut. <i>Ages</i>. 26, Luc. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[χτίστης]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[δέμω]] (=[[χτίζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | |mantxt=(=[[χτίστης]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[δέμω]] (=[[χτίζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ (parox.), builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.
German (Pape)
ein Haus bauend, überhaupt der Baumeister; Plat. Prot. 319b und öfter; Xen. Hell. 7.2.20 und Sp., wie Plut. Ages. 26, Luc.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδόμος: ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.
Greek Monotonic
οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
οἰκο-δόμος, ὁ, δέμω
a builder, an architect, Hdt., Plat.
Chinese
原文音譯:o„kodomšw 哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(39)
原文字根:家-建造 相當於: (בָּנָה)
字義溯源:作匠人,匠人,建造,建立,蓋造,蓋建,修造,蓋,造,支持,造成,造就,放膽;源自(οἰκοδομή)=建築);由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字也用來描寫信徒屬靈生長的建造,如:被建造成為靈宮( 彼前2:5)。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(39);太(8);可(4);路(12);約(1);徒(3);羅(1);林前(6);加(1);帖前(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 建造(6) 太7:24; 太7:26; 路6:48; 路7:5; 羅15:20; 加2:18;
2) 蓋(4) 路6:48; 路6:49; 路12:18; 路14:28;
3) 匠人(4) 太21:42; 可12:10; 路20:17; 彼前2:7;
4) 造就(4) 林前8:1; 林前14:4; 林前14:4; 林前14:17;
5) 建造起來(3) 太26:61; 太27:40; 可15:29;
6) 蓋了(2) 太21:33; 可12:1;
7) 你們修造(2) 路11:47; 路11:48;
8) 放膽(1) 林前8:10;
9) 建立(1) 帖前5:11;
10) 你們要⋯造(1) 徒7:49;
11) 被建造(1) 彼前2:5;
12) 被建立(1) 徒9:31;
13) 造就人(1) 林前10:23;
14) 蓋建(1) 路14:30;
15) 你們建造(1) 太23:29;
16) 我要建造(1) 太16:18;
17) 我要造(1) 可14:58;
18) 造(1) 路4:29;
19) 才造成的(1) 約2:20;
20) 又蓋造(1) 路17:28;
21) 造成(1) 徒7:47
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=χτίστης). Ἀπό τό οἶκος + δέμω (=χτίζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη οἶκος.