χοροίτυπος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>τυπος</i>. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[χοροιθαλής]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>beim Chortanze [[geschlagen]]</i>, [[λύρα]] <i>H.h. Merc</i>. 31. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:45, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, Pass., played for or to the choral dance, χέλυς h.Merc. 31.
danced over, ἄλσος Nonn. D. 13.95.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé (de l'archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
German (Pape)
beim Chortanze geschlagen, λύρα H.h. Merc. 31.
Russian (Dvoretsky)
χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).
Middle Liddell
[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.