κτιλόω: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ημερώνω]] — Μέσ., ἐκτιλώσαντο | |lsmtext='''κτῐλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ημερώνω]] — Μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς [[τῶν]] Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κτῐλόω, fut. -ώσω [from κτῐ́λος]<br />to [[tame]]:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt. | |mdlsjtxt=κτῐλόω, fut. -ώσω [from κτῐ́λος]<br />to [[tame]]:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 6 December 2022
English (LSJ)
tame, make tractable, in Med., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.4.113:—Pass., pf. part. ἐκτιλωμένος Paus.Gr.Fr.241.
German (Pape)
[Seite 1520] zahm machen, zähmen, kirren, VLL. – Med. sich befreunden, zu Willen machen, ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων Her. 4, 113.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. Moy. 3ᵉ pl. ἐκτιλώσαντο;
s'attacher, se concilier, acc..
Étymologie: κτίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτιλόω [κτίλος] temmen, volgzaam maken.
Russian (Dvoretsky)
κτῐλόω: (только 3 л. pl. aor. med. ἐκτιλώσαντο) приручать, делать покорным (οἱ νεηνίσκοι ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων Her.).
Greek (Liddell-Scott)
κτῐλόω: ἡμερώνω· ― μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, ἐξημέρωσαν, Ἡρόδ. 4. 113
Greek Monotonic
κτῐλόω: μέλ. -ώσω, ημερώνω — Μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κτῐλόω, fut. -ώσω [from κτῐ́λος]
to tame:—Mid., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων got them tamed, Hdt.